συμβιβαστικός

συμβιβαστικός
-ή, -ό / συμβιβαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [συμβιβάζω]
αυτός που συμβάλλει στον συμβιβασμό, που επιδιώκει να συμβιβάσει τους διαμαχομένους
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που συμβιβάζεται εύκολα, διαλλακτικός
2. (για αφηρημ. έννοιες) ενδοτικός, υποχωρητικός.
επίρρ...
συμβιβαστικώς / συμβιβαστικῶς ΝΜΑ, και συμβιβαστικά Ν
με τάση για συμβιβασμό, για συνδιαλλαγή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμβιβαστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που υποβοηθεί σε συμβιβασμό: Υποβλήθηκε συμβιβαστικό σχέδιο από ομάδα ουδετέρων για τη λύση του Κυπριακού. 2. διαλλακτικός, αυτός που εύκολα συμβιβάζεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμβιβαστικόν — συμβιβαστικός leading to reconciliation masc acc sg συμβιβαστικός leading to reconciliation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβιβαστικῶς — συμβιβαστικός leading to reconciliation adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολικός — ή, ό 1. άνετος, αναπαυτικός 2. (για πρόσωπα) καλόγνωμος, συμβιβαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ευβολικός < μτγν. εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος»] …   Dictionary of Greek

  • διαλλακτικός — ή, ό (AM διαλλακτικός, ή, όν) [διαλλάσσω] συμφιλιωτικός, συμβιβαστικός …   Dictionary of Greek

  • ειρηνοποιός — ό (AM εἰρηνοποιός, όν) ειρηνικός, συμβιβαστικός νεοελλ. αυτός που κατευθύνει ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις αρχ. ρωμαίος ειρηνοδίκης …   Dictionary of Greek

  • ευσυνάλλακτος — εὐσυνάλλακτος, ον (ΑΜ) αυτός με τον οποίο συναλλάσσεται κάποιος εύκολα, ο συμβιβαστικός. επίρρ... εὐσυναλλάκτως (Α) 1. με τρόπο που δείχνει τίμια συναλλαγή 2. αποτελεσματικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν αλλάσσομαι] …   Dictionary of Greek

  • μετριοπαθής — ές (Α μετριοπαθής, ές) 1. αυτός που δεν παρασύρεται από τα πάθη του, μετρημένος, συνετός, λογικός 2. διαλλακτικός, συμβιβαστικός, υποχωρητικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετριοπαθές η μετριοπάθεια. επίρρ... μετριοπαθώς (Α μετριοπαθῶς) με… …   Dictionary of Greek

  • οικονομικός — ή, ό θηλ. και ιά (ΑΜ οἰκονομικός, ή, όν) [οικονόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομία (α. «οικονομική μελέτη» β. «η οικονομική κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει») 2. (για πρόσ.) συντηρητικός στις δαπάνες του, φειδωλός, λιτός… …   Dictionary of Greek

  • συμβατήριος — ον, Α συμβιβαστικός («λόγους... ξυμβατηρίους», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμβαίνω + επίθημα τήριος (πρβλ. δρασ τήριος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”