συμβιβαστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που υποβοηθεί σε συμβιβασμό: Υποβλήθηκε συμβιβαστικό σχέδιο από ομάδα ουδετέρων για τη λύση του Κυπριακού. 2. διαλλακτικός, αυτός που εύκολα συμβιβάζεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμβιβαστικόν — συμβιβαστικός leading to reconciliation masc acc sg συμβιβαστικός leading to reconciliation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβιβαστικῶς — συμβιβαστικός leading to reconciliation adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολικός — ή, ό 1. άνετος, αναπαυτικός 2. (για πρόσωπα) καλόγνωμος, συμβιβαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ευβολικός < μτγν. εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος»] … Dictionary of Greek
διαλλακτικός — ή, ό (AM διαλλακτικός, ή, όν) [διαλλάσσω] συμφιλιωτικός, συμβιβαστικός … Dictionary of Greek
ειρηνοποιός — ό (AM εἰρηνοποιός, όν) ειρηνικός, συμβιβαστικός νεοελλ. αυτός που κατευθύνει ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις αρχ. ρωμαίος ειρηνοδίκης … Dictionary of Greek
ευσυνάλλακτος — εὐσυνάλλακτος, ον (ΑΜ) αυτός με τον οποίο συναλλάσσεται κάποιος εύκολα, ο συμβιβαστικός. επίρρ... εὐσυναλλάκτως (Α) 1. με τρόπο που δείχνει τίμια συναλλαγή 2. αποτελεσματικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν αλλάσσομαι] … Dictionary of Greek
μετριοπαθής — ές (Α μετριοπαθής, ές) 1. αυτός που δεν παρασύρεται από τα πάθη του, μετρημένος, συνετός, λογικός 2. διαλλακτικός, συμβιβαστικός, υποχωρητικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετριοπαθές η μετριοπάθεια. επίρρ... μετριοπαθώς (Α μετριοπαθῶς) με… … Dictionary of Greek
οικονομικός — ή, ό θηλ. και ιά (ΑΜ οἰκονομικός, ή, όν) [οικονόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομία (α. «οικονομική μελέτη» β. «η οικονομική κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει») 2. (για πρόσ.) συντηρητικός στις δαπάνες του, φειδωλός, λιτός… … Dictionary of Greek
συμβατήριος — ον, Α συμβιβαστικός («λόγους... ξυμβατηρίους», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμβαίνω + επίθημα τήριος (πρβλ. δρασ τήριος)] … Dictionary of Greek